- κίχλας
- κίχλᾱς , κίχληthrushfem acc plκίχλᾱς , κίχληthrushfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FRINGILLA seu FRINGILLUS — Graecis ςπίζα, Italis fringuello, Gallis pincon, Festo nomen habet, quod frigore solus ex avibus cantet. Eundem namque eum cum regaliolo facit, quem mortis omen Iulio Caesari fecisse, apud Suet. habes c. 81. Sed fringillus aestivis tantum… … Hofmann J. Lexicon universale
SPINUS — Graece ςπίνος, male ἀκανθὶς redditur Gazae, hôc tamen nomine non carduelem indigitari, sed aviculam parvam, quam Galli Serenum hodie vocant, contendenti. Fringilla namque ςπῖνος Graecorum est, quae in urbibus ut plurimum aestate degit et supra… … Hofmann J. Lexicon universale
κίχλα — και κίχλη, ή (AM κίχλη και κίχλα, Α δωρ. τ. κιχήλα) το ωδικό πτηνό τσίχλα («Συρακόσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν», Αθήν.) αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής λαϊκής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, συγγενής τού χελιδών. Ασαφής η ακριβής … Dictionary of Greek
κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… … Dictionary of Greek
οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… … Dictionary of Greek